Τρίτη, 12 Μαρτίου 2024
Τρίτη τῆς τυρινῆς. Θεοφάνους τοῦ ὁμολογητοῦ (†818). Γρηγορίου Ῥώμης τοῦ Διαλόγου (†604), Φινεὲς τοῦ δικαίου (1430 π.Χ.), Συμεὼν τοῦ νέου Θεολόγου (†1022).
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 39 - 42
39 Και αφού εβγήκεν επήγε, όπως εσυνήθιζε, στο όρος των Ελαιών· τον ηκολούθησαν δε και οι μαθηταί του. 40 Οταν δε έφθασε στον γνωστόν τόπον, που συνήθως ήρχετο, τους είπε· “προσεύχεσθε και παρακαλείτε τον Θεόν να μη πέσετε εις πειρασμόν”. 41 Και αυτός απεμακρύνθη από αυτούς, όσον περίπου ημπορεί ένας να ρίψη τον λίθον και αφού εγονάτισε προσηύχετο 42 λέγων· “πάτερ, εάν θέλης να απομακρύνης από εμέ το πικρόν τούτο ποτήριον του Θανάτου, απομάκρυνε το, πλην όμως ας μη γίνη το θέλημά μου, αλλά το ιδικόν σου θέλημα”.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 45 - 71
45 Και αφού εσηκώθηκε από την προσευχήν, ήλθε προς τους μαθητάς και τους εύρε να κοιμώνται, από την κατάπτωσιν που τους είχε προκαλέσει η πολύ λύπη. 46 Και τους είπε· “διατί κοιμάσθε; Σηκωθήτε και προσεύχεσθε, δια να μην πέσετε εις πειρασμόν”. 47 Ενώ δε αυτός ωμιλούσε, ιδού έφθασε ο όχλος και αυτός που ελέγετο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, επήγαινεν εμπρός ως οδηγός των και επλησίασε τον Ιησούν, δια να τον φιλήση. Διότι αυτό τους είχε δώσει ως σημείον. Τους είχε δηλαδή πει· “όποιον φιλήσω, αυτός είναι ο Ιησούς”. 48 Ο δε Ιησούς του είπεν· “Ιούδα, με φίλημα, με αυτό το δείγμα της αγάπης, προδίδεις συ τώρα τον υιόν του ανθρώπου;” 49 Οταν δε είδαν οι μαθηταί, που ήσαν γύρω από τον Ιησούν, αυτό που θα συνέβαινε, του είπαν· “Κυριε, μας δίνεις την άδειαν να τους κτυπήσωμεν με μάχαιραν;” 50 Και κάποιος από αυτούς εκτύπησε με μάχαιραν τον δούλον του αρχιερέως και του απέκοψε το δέξι αυτί. 51 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και τους είπε· “φθάνει έως εδώ, μη προχωρείτε άλλο”. Και αφού ήγγισε το αυτί του δούλου, τον εθεράπευσε. 52 Είπε δε ο Ιησούς στους αρχιερείς και τους στρατηγούς του ιερού και τους πρεσβυτέρους, που είχαν έλθει και αυτοί εναντίον του· “εβγήκατε ωπλισμένοι με μαχαίρια και ρόπαλα, σαν να επηγαίνετε εναντίον ληστού; 53 Οταν εγώ κάθε ημέραν ήμουν μαζή σας στο ιερόν, δεν απλώσατε τα χέρια σας επάνω μου. Αλλά αυτή είναι η ώρα, που την επέτρεψε ο Θεός ως ώραν ιδικήν σας, δια να εκτελέσετε την κακούργον απόφασίν σας”. (Και είναι ώρα του σκότους και της νυκτός, διότι κατά κανόνα οι κακούργοι το σκότος προτιμούν δια τα εγκλήματά των. Οι άνθρωποι, του σκότους, όπως είσθε σεις, οι οποίοι μάλιστα υποκρίνονται τον δίκαιον, στο σκότος διαπράττουν τα σκοτεινά των έργα). 54 Αφού δε τον επιασαν, τον έφεραν εις την πόλιν και τον έβαλαν στο σπίτι του αρχιερέως. Ο δε Πετρος ακολουθούσε μακράν. 55 Αφού δε οι στρατιώται και οι υπηρέται άναψαν φωτιά στο μέσον της αυλής και εκάθισαν γύρω από αυτήν, εκάθητο και ο Πετρος ανάμεσα εις αυτούς. 56 Μια δε νεαρά υπηρέτρια όταν τον είδε να κάθεται στο φως που έρριχνε η φωτιά, τον εκύτταξε προσεκτικά και είπε· “και αυτός ήτο μαζή με εκείνον”. 57 Ο δε Πετρος ηρνήθη, λέγων· “γυναίκα δεν τον ξεύρω αυτόν”. 58 Και έπειτα από ολίγον και άλλος τον είδε και είπε· “και συ είσαι από αυτούς”. Ο Πετρος όμως είπε· “άνθρωπε, όχι δεν είμαι από αυτούς”. 59 Και αφού επέρασε μία περίπου ώρα, και κάποιος άλλος ισχυρίζετο και έλεγε· “αλήθεια, και τούτος εδώ ήτο μαζή με αυτόν, που δικάζεται μέσα. Διότι, όπως φαίνεται και από την προφοράν του, είναι Γαλιλαίος”. 60 Αλλ'ό Πετρος είπε· “άνθρωπε δεν ξέρω τι λέγεις”. Και αμέσως, ενώ αυτός ακόμη ωμιλούσε, μίλησε ο πετεινός. 61 Και την στιγμήν ακριβώς εκείνην έστρεψεν ο Κυριος το βλέμμα του και εκύτταξε βαθύτατα τον Πετρον. Και εθυμήθηκε ο Πετρος τον λόγον, που του είπε ο Κυριος, ότι πριν λαλήση ο πετεινός, θα με απαρνηθής τρεις φορές. 62 Και εξελθών τότε ο Πετρος έξω από την αυλήν του σπιτιού του αρχιερέως έκλαψε πικρά. 63 Και οι άνδρες, που εφρουρούσαν τον Ιησούν τον ενέπαιζαν και τον έδερναν. 64 Και αφού του εσκέπασαν ολόγυρα την κεφαλήν, δια να μη βλέπη, τον εκτυπούσαν στο πρόσωπον και τον ερωτούσαν, λέγοντες· “είπες ότι είσαι προφήτης· λοιπόν προφήτευσε, ποιός είναι εκείνος που σε εκτύπησε;” 65 Και άλλας πολλάς ύβρεις και χυδαιολογίας του έλεγαν, βλασφημούντες αυτόν. 66 Και αμέσως μόλις ανέτειλεν ο ήλιος και έγινε ημέρα, εμαζευθηκαν οι πρεσβύτεροι του λαού, οι αρχιερείς και οι γραμματείς και ανέβασαν αυτόν εμπρός στο συνέδριόν των, λέγοντες· “εάν είσαι συ ο Χριστός, πες μας”. 67 Ο δε Ιησούς τους είπε· “εάν σας πω τι είμαι, δεν θα πιστεύσετε. 68 Εάν δε και σας ερωτήσω, δεν θα μου απαντήσετε ούτε και θα με αφήσετε ελεύθερον. 69 Αλλά από τώρα ο υιός του ανθρώπου θα κάθεται αιωνίως εις τα δεξιά του παντοδυνάμου Θεού”. 70 Είπον δε όλοι· “συ, λοιπόν, είσαι ο Υιός του Θεού;”. Ο δε Ιησούς απήντησε εις αυτούς· “το λέγετε και σεις οι ίδιοι, ότι εγώ είμαι ο Υιός του Θεού”. 71 Αυτοί δε είπαν· “τι μας χρειάζεται πλέον μαρτυρία; Διότι όλοι ηκούσαμε από το στόμα του, να λέγη ότι είναι ο Υιός του Θεού. Αυτό είναι βλασφημία, που τιμωρείται με θάνατον”. (Και έτσι η αλήθεια που τους είπε ο Κυριος, ότι είναι ο Μεσσίας, και την οποίαν με την αγίαν διδασκαλίαν του, με τα πρωτοφανή αναρίθμητα θαύματά του και με την Αγιωτάτην ζωήν του είχε αποδείξει, εχρησιμοποιήθη από τους παρανόμους εκείνους δικαστάς ως αιτία της καταδίκης του).
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ´ 1 - 1
1 Και αφού εσηκώθηκε όλο το πλήθος των συνέδρων, έφεραν τον Ιησούν στον Πιλάτον.